Τα δύο πρώτα στοιχεία που διαχωρίζουν μια πολύ καλή τηλεόραση LCD από μία που έχει κάνει συμβιβασμούς και εκπτώσεις (κυριολεκτικά και μεταφορικά!), και αυτά που μπορεί να διακρίνει εύκολα οποιοσδήποτε, είναι οι γωνίες θέασης και η απόδοση του μαύρου. Αν ο θεατής σταθεί δύο βήματα δεξιά ή αριστερά της οθόνης και η εικόνα που αντικρύζει αρχίζει να παρουσιάζει χρώματα "ξεπλυμένα", η τηλεόραση έχει προβληματικές γωνίες θέασης και, ως εκ τούτου, μειώνεται η πρακτική της αξία π.χ. σε ένα σαλόνι όπου θα την παρακολουθήσει και κόσμος που δεν θα κάθεται οπωσδήποτε... "κατάφατσα". Από την άλλη, το καλύτερο μαύρο είναι εύκολο να φανεί σε μία ταινία με αναλογίες σινεμασκόπ (με μαύρες μπάρες πάνω και κάτω από την εικόνα): άλλες τηλεοράσεις θα δείξουν ένα βαθύ γκρίζο, άλλες θα πλησιάσουν στο μαύρο πιο πολύ. Θέλουμε, προφανώς, τις δεύτερες, καθώς η εικόνα τους είναι περισσότερο "ανάγλυφη".
Η χρωματική πιστότητα είναι κάτι που δεν διακρίνεται το ίδιο εύκολα. Συνδέεται με την απόδοση του μαύρου μεν, αλλά έχει να κάνει και με την ικανότητα ή όχι της οθόνης να προσεγγίζει τα κατάλληλα χρώματα για καθένα από τα pixel της. Ένας - σχετικά - ασφαλής τρόπος είναι να κρίνει κάποιος βάσει του χρώματος με το οποίο αποδίδεται σε μία τυπική ταινία το ανθρώπινο δέρμα (πολύ κόκκινο; αφύσικα χλωμό;). Εδώ οι ακριβότερες τηλεοράσεις LCD με οπίσθιο φωτισμό LED δικαίως "χρεώνουν" παραπάνω, καθώς αποδίδουν όντως καλύτερα. Όλα αυτά προϋποθέτουν βέβαια ότι θα δούμε την τηλεόραση που μας ενδιαφέρει ρυθμισμένη αν όχι λεπτομερώς, έστω σωστά και όχι... "όπως να' ναι", όμως αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα.
Τέταρτο, και... "πολύ της μοδός" τελευταία, στοιχείο που συνήθως διαχωρίζει τις ακριβότερες LCD από τις φθηνότερες είναι αυτό της συχνότητας ανανέωσης της οθόνης. Τα πιο προσιτά μοντέλα συνήθως προσφέρουν ανανέωση σε ρυθμό των 50/60 Hz, στο επόμενο επίπεδο αυτά διπλασιάζονται στα 120, ενώ τα 200 και 240 Hz τα απαντά κανείς μόνο στα κορυφαία μοντέλα. Τα περισσότερα Hertz θεωρητικά εξομαλύνουν την κίνηση της εικόνας, βοηθώντας την παράλληλα να διατηρήσει τη λεπτομέρειά της και όχι να "θολώνει" - πρακτικά όμως τα αποτελέσματα δεν είναι όλα του ίδιου επιπέδου ποιοτικά γιατί δεν είναι όλες οι μέθοδοι ίδιες. Τα καλύτερα μοντέλα διαχειρίζονται πιο προσεκτικά και την κίνηση των 24 καρέ των ταινιών Blu-ray, κάτι που στα προσιτά μοντέλα δημιουργεί ενίοτε προβλήματα.
Όλα τα παραπάνω είναι ελαφρώς... απλοϊκά περιγεγραμμένα, φυσικά, όμως δεν παύουν να είναι ουσιαστικά τα τεχνικά σημεία που χαρακτηρίζουν την ποιότητα των panel στις τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας, κάθως και την ικανότητα των ηλεκτρονικών συστημάτων που τα ελέγχουν. Το επίπεδο ωριμότητας στην προϊοντική κατηγορία των LCD έχει φτάσει στο σημείο όπου εν πολλοίς ισχύει το "ό,τι πληρώνεις, παίρνεις". Ναι, υπάρχουν τηλεοράσεις που χρεώνουν περισσότερα π.χ. για τον όμορφο σχεδιασμό τους, όμως γνωρίζουμε πια με βεβαιότητα ότι οι φθηνές τηλεοράσεις δεν θα είναι στερούμενες προβλημάτων. Με αυτά ως δεδομένα... καλές επιλογές!