Με τις σύγχρονες τηλεοράσεις - είτε πρόκειται για LED/LCD, είτε για OLED, είτε για τις νέες QD-OLED - συμβαίνει το εξής παράδοξο: οι καταναλωτές επιλέγουν μοντέλα βάσει του τί βλέπουν, ενώ το σημαντικότερο στοιχείο των προϊόντων αυτών είναι κάτι που... δεν βλέπουν ή κάτι που δεν καταλαβαίνουν πως βλέπουν! Eίναι κάτι για το οποίο μικρό συγκριτικά ποσοστό των ανθρώπων αυτών φροντίζει ν' αναζητήσει πληροφορίες πριν αγοράσει τελικά την τηλεόραση που επέλεξε. Είναι, επίσης, κάτι που όταν δουλεύει σωστά είναι "αόρατο", ενώ όταν δεν λειτουργεί αποτελεσματικά πολλοί θεατές το αντιλαμβάνονται, μα δεν ξέρουν πού ακριβώς να το αποδώσουν. Μίνι... γρίφος; Όχι. Μιλάμε, πολύ απλά, για την επεξεργασία εικόνας!
Εξηγούμε: ο κόσμος συνήθως διαλέγει μοντέλο τηλεόρασης - αφήνοντας στην άκρη για λίγο τον παράγοντα του κόστους - βάσει πραγμάτων που βλέπει. Είτε πρόκειται για τον σχεδιασμό της, είτε πρόκειται για τις θύρες διασύνδεσης, είτε για τεχνικά χαρακτηριστικά που αναγράφονται σε διαφημιστικά φυλλάδια ή στο επίσημο website του εκάστοτε κατασκευαστή, οι πιο πολλοί καταναλωτές αρκούνται σε αυτά. Αυτό που δεν βλέπει ο πιο πολύς κόσμος, αυτό που σπάνια αναφέρεται στην λίστα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά, αυτό που αναφέρεται συχνά με τρόπο γενικόλογο στο website του κατασκευαστή - και πρέπει κανείς να ψάξει επί τούτου σε αξιολογήσεις και παρουσιάσεις για να το βρει - είναι το αν και σε ποιό βαθμό έχει δοθεί η απαραίτητη σημασία στο υποσύστημα επεξεργασίας εικόνας της τηλεόρασης αυτής.
Η επεξεργασία εικόνας που αναλαμβάνει το αντίστοιχο υποσύστημα σε κάθε σύγχρονη τηλεόραση είναι το στάδιο εκείνο που παίζει τον κύριο ρόλο στην ποιότητα της τελικής απεικόνισης. Εκεί καθορίζεται το πόσο φυσική και ισορροπημένη θα είναι η εικόνα στα χρώματα, πόση λεπτομέρεια θα προσφέρει, πόσο ομαλή θα είναι η κίνηση και μια σειρά από άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν όσα βλέπουμε σε ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, σπορ ή video games. Αν το υποσύστημα αυτό δεν είναι ικανό για αποτελέσματα , τότε ο θεατής θα παρατηρεί αντιρεαλιστικά, αφύσικα χρώματα, εικόνα είτε θολή είτε με τις ατέλειές της υπερτονισμένες, κίνηση που "χάνει καρέ" ή μειώνει το επίπεδο λεπτομέρειας και άλλα προβλήματα που θα τού στερούν την δυνατότητα να απολαμβάνει στο έπακρο αυτό που παρακολουθεί.
Το υποσύστημα επεξεργασίας εικόνας μιας τηλεόρασης είναι αυτό που καθορίζει αν και κατά πόσο η δεύτερη προσφέρει απεικόνιση αντάξια του κόστους της. Λίγοι είναι δυστυχώς οι καταναλωτές που φροντίζουν να προσφέρουν σε σύγχρονες τηλεοράσεις απαιτήσεων περιεχόμενο εξ αρχής υψηλής ποιότητας - όπως π.χ. ταινίες σε Ultra HD Blu-ray ή φιλμ μέσα από Δικτυακές υπηρεσίες όπως η Bravia CORE - ώστε να φαίνεται απολαυστικό. Οι πιο πολλοί από μας στις τηλεοράσεις μας παρακολουθούμε απλό "ελεύθερο" τηλεοπτικό πρόγραμμα (χαμηλής ανάλυσης και υπερσυμπιεσμένο), περιεχόμενο από δορυφορικές ή Δικτυακές τηλεοπτικές συνδρομητικές υπηρεσίες (υψηλότερης ανάλυσης αλλά επίσης υπερσυμπιεσμένο) και υλικό από Δικτυακές υπηρεσίες όπως π.χ. το Netflix (καλύτερης ανάλυσης και λιγότερο συμπιεσμένο μα και πάλι με πάρα πολλές ατέλειες). Χωρίς αναβάθμιση ανάλυσης και βελτίωση σε πολλαπλά επίπεδα, η εικόνα όλων των παραπάνω είτε... "δεν θα βλεπόταν", είτε θα είχε χαώδη διαφορά συγκριτικά με αυτό που παρακολουθούμε σήμερα.
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η Sony, εταιρεία με μεγάλη εμπειρία τόσο στον κινηματογραφικό χώρο όσο και στην υλοποίηση τηλεοράσεων, έδωσε από νωρίς - νωρίτερα απ' ότι κάθε άλλος κατασκευαστής - έμφαση στα υποσυστήματα επεξεργασίας εικόνας των δικών της προτάσεων. Ξεκινώντας από την δεκαετία του '90 οι Ιάπωνες ανέλυαν την τηλεοπτική εικόνα, πειραματίζονταν με τρόπους βελτίωσής της και κάθε χρόνο καθιστούσαν τα συστήματα επεξεργασίας της όλο και ισχυρότερα, όλο και ικανότερα να προσφέρουν καλύτερο αποτέλεσμα στο κοινό που τιμούσε και τιμά τις τηλεοράσεις της. Η Sony ήταν και ο πρώτος κατασκευαστής ο οποίος - χωρίς να τον ονομάσει "τεχνητή νοημοσύνη" - υλοποίησε και καθιέρωσε στην αγορά τον μηχανισμό που συγκρίνει την προβαλλόμενη εικόνα μιας τηλεόρασης με αντίστοιχές της σε βάσεις δεδομένων, ώστε να βελτιστοποιεί την πρώτη πάντοτε σωστά.
Εδώ και δύο χρόνια, όμως, ο ιαπωνικός κολοσσός έχει θέσει τον πήχυ της συνολικής ποιότητας εικόνας υψηλότερα από ποτέ με τον Cognitive Processor XR, τον ισχυρότερο και ικανότερο επεξεργαστή εικόνας που έχει ποτέ προσφέρει στην καταναλωτική αγορά. Αυτός αναλύει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν κάθε καρέ της προβαλλόμενης εικόνας των τηλεοράσεων Bravia XR και τα βελτιστοποιεί όχι με τον τρόπο που τα ψηφιακά συστήματα θεωρούν καλύτερο (artificial intelligence) αλλά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει το ανθρώπινο μυαλό την εικόνα αυτή (cognitive intelligence). Έτσι προχωρά "ένα βήμα παραπέρα" σε σχέση με τον ανταγωνισμό, προσαρμόζοντας το αποτέλεσμα του δικού της συστήματος επεξεργασίας εικόνας σε αυτόν που εν τέλει το αξιολογεί: τον ίδιο τον θεατή στο δικό του, οικιακό περιβάλλον.
Η δουλειά που κάνει ο Cognitive Processor XR είναι εκπληκτική: τα τμήματα εκείνα που "πρωταγωνιστούν" στην απεικόνιση περιεχομένου ξεχωρίζουν σε όλα τους τα στοιχεία - αντίθεση, διαύγεια, χρώματα κλπ. - χωρίς όμως να αλλοιώνουν την συνολική της ποιότητα. Η οπτική εντύπωση που προσφέρεται έτσι είναι η καλύτερη δυνατή, αφού σε αυτά ακριβώς τα τμήματα εστιάζεται το ενδιαφέρον του θεατή παρακολουθώντας. Τα πρόσωπα και τα βλέμματα στις ταινίες, το βάθος πεδίου στα τοπία, η ένταση των χρωμάτων στα εφέ, όλα ξεχωρίζουν με την επεξεργασία μιας Bravia XR σε σχέση με αυτήν που κάνει οποιαδήποτε άλλη σύγχρονη τηλεόραση.
Το σημαντικό είναι πως ο Cognitive Processor XR όχι μόνο βελτιώνει άκρως αποτελεσματικά την προβαλλόμενη εικόνα, αναλύοντας συνεχώς τα στοιχεία που την συνθέτουν, αλλά "καταλαβαίνει" πόσο χρειάζεται να παρέμβει σε κάθε περίπτωση βάσει της αρχικής ποιότητας του υλικού που επεξεργάζεται. Αναγνωρίζει, με άλλα λόγια, την διαφορά ανάμεσα σε ένα video του YouTube ή του Vimeo, μία ταινία της Cinobo, μία ταινία σε Blu-ray, μία τηλεοπτική σειρά 4Κ της Netflix και μία ταινία σε UltraHD Blu-ray και προσαρμόζει το πώς θα κάνει πολλαπλασιασμό γραμμών (αν χρειάζεται), πού θα οξύνει την εικόνα για περισσότερη λεπτομέρεια ή πόσο θα βελτιώσει τα χρώματα. Πάντα βάσει του πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος - και όχι ένας αλγόριθμος λογισμικού - κρίνει ως προτιμότερο για την ποιότητα της τελικής εικόνας.
Ειδικά φέτος, ο Cognitive Processor XR όχι μόνο εμφανίζεται σε ορισμένα στοιχεία βελτιωμένος σε σχέση με την περυσινή του εκδοχή, αλλά έχει στην διάθεσή του και το "υπερόπλο" της Sony: την Bravia A95K, την πρώτη τηλεόραση του ιαπωνικού κολοσσού που στηρίζεται σε οθόνη τεχνολογίας QD-OLED. Οι λειτουργίες του επεξεργαστή XR έχουν προσαρμοστεί στις δυνατότητες και αυτής της οθόνης QD-OLED, έτσι ώστε να αποδίδεται (ειδικά σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές) η αυξημένη φωτεινότητα, η ευρύτερη χρωματική παλέτα και οι εντονότερες, πλέον εντυπωσιακές αποχρώσεις - που υπερβαίνουν τις δυνατότητες των τηλεοράσεων OLED - με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, διατηρώντας το τέλειο μαύρο και την υψηλή αντίθεση των συμβατικών οθονών OLED. Είναι ένας συνδυασμός που στοχεύει στο κορυφαίο επίπεδο ποιότητας απεικόνισης για το 2022 και το κατακτά με άνεση... χαρακτηριστική!
Τον κορυφαίο επεξεργαστή εικόνας της Sony, τον Cognitive Processor XR, αξιοποιούν πέρα από την Bravia A95K και άλλες σειρές τηλεοράσεων της εταιρείας: τρεις τεχνολογίας LED/LCD - οι ανάλυσης 4Κ X90K και X95K, καθώς και η ανάλυσης 8Κ Z9K - και τρεις τεχνολογίας OLED, οι ανάλυσης 4Κ Α90J, Α90Κ και A80Κ. Όλες προσφέρουν όχι μόνο την καλύτερη δυνατή ποιότητα εικόνας που μπορεί ν' αποδώσει η κάθε μία βάσει της τεχνολογίας προβολής της και της υλοποίησής της, αλλά και εικόνα περισσότερο φροντισμένη από οποιαδήποτε τηλεόραση αντίστοιχης κατηγορίας είχε προσφέρει στο παρελθόν η ιαπωνική εταιρεία. Και, αν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο για τις τηλεοράσεις αυτές μιλώντας για την Sony, τότε είναι κάτι που... "μιλά από μόνο του"!