Οποιοσδήποτε παρακολουθεί την εξέλιξη των τηλεοράσεων ως γενική τεχνολογική κατηγορία τα τελευταία χρόνια βεβαίως το γνωρίζει, αξίζει ωστόσο να υπογραμμιστεί εκ νέου: στα μάτια των ανθρώπων για τους οποίους στις τηλεοράσεις περισσότερη σημασία απ' όλα έχει η ποιότητα της απεικόνισης, οι OLED παραμένουν ασυναγώνιστες. Οι LED/LCD έχουν καταφέρει να ισορροπήσουν τις αδυναμίες τους με καλύτερες επιδόσεις σε άλλους τομείς,, ναι, αλλά δεν μπορούν να προσφέρουν την κορυφαία εικόνα των OLED, καθώς ο έλεγχος σε επίπεδο pixel και η απόλυτη αντίθεση τελικά αποδεικνύονται αποφασιστικής σημασίας (ειδικά όσον αφορά σε αυτό που ονομάζουμε "κινηματογραφική εικόνα). Είναι τόσο απλό και τόσο εύκολα αποδείξιμο πλέον.
Δύο πράγματα ήταν αυτά που εμπόδιζαν ως τώρα τις τηλεοράσεις OLED να γνωρίσουν την εμπορική επιτυχία που τούς αξίζει: το κόστος κι η φωτεινότητα. Ακόμη και τα πλέον προσιτά μοντέλα OLED δεν κινήθηκαν ποτέ κάτω από τα €1000, ενώ τα καλύτερα κοστίζουν το λιγότερο €1500-€2000 πιο πολλά από τα αντίστοιχα καλύτερα μοντέλα LED/LCD στην ίδια διαγώνιο (μιλώντας πάντα για ανάλυση 4Κ γιατί οι OLED σε ανάλυση 8Κ είναι... άλλη περίπτωση). Σε φωτεινά, δε, περιβάλλοντα, όπως αυτά με άπλετο φυσικό φως, η εικόνα μίας τηλεόρασης OLED όντως δείχνει περισσότερο "σκοτεινή" από εκείνη μιας LED/LCD: η πρώτη κινείται σε επίπεδο φωτεινότητας στα 700-750 nits συνήθως ενώ μία καλή δεύτερη ξεπερνά άνετα τα 1000 nits (οι κορυφαίες και τα 2000 nits). Διόλου τυχαίο, λοιπόν, που πολλοί οδηγοί αγοράς τηλεοράσεων από π.χ. το 2016 και μετά κατέληγαν σε... "στρογγυλεμένες" συμβουλές τύπου "διαλέξτε τηλεόραση βάσει των σεναρίων χρήσης που σάς ενδιαφέρουν". Δεν γινόταν και αλλιώς.
Το 2021, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι η χρονιά κατά την οποία οι OLED θα ξεπεράσουν και τα δύο αυτά εμπόδια του κόστους και της φωτεινότητας. Κάθε άλλο παρά τυχαία βέβαια: νέες τεχνολογίες προβολής όπως οι MiniLED και MicroLED απειλούν να αποσπάσουν φέτος πωλήσεις από το ανώτερο κι ανώτατο τμήμα της αγοράς, οπότε η LG - η εταιρεία που συνεχίζει να κατασκευάζει την συντριπτική πλειοψηφία των οθονών OLED παγκοσμίως - έπρεπε να αντιδράσει. Τα καλά νέα για τους καταναλωτές: Ακόμη κι αν δεν μπορούν να διαθέσουν τα χρήματα για μία κορυφαία τηλεόραση OLED, άλλες εξελίξεις θα καταστήσουν την γενική ποιότητα της απεικόνισής τους περισσότερο προσιτή από ποτέ (έστω και με ορισμένους... "αστερίσκους").
Πρώτα απ' όλα: οι OLED θα αποκτήσουν φέτος σημαντικά περισσότερη φωτεινότητα, αρκετή ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν και σε φωτεινά περιβάλλοντα. Η LG ανακοίνωσε στις αρχές Ιανουαρίου τις οθόνες OLED Evo, οι οποίες είναι ικανές να αποδώσουν 20% υψηλότερη (συνολική και τοπική) φωτεινότητα σε σχέση με τα μοντέλα του 2020. Αυτό σημαίνει πως τηλεοράσεις με αυτές τις οθόνες θα είναι επιτέλους ικανές να αγγίξουν τα 1000 nits φωτεινότητας, αρκετά για οποιοδήποτε σενάριο χρήσης. Τα μοντέλα αυτά τηλεοράσεων θα είναι κορυφαία και ακριβά, βεβαίως, αλλά σε κάθε περίπτωση... πρόοδος: οι OLED βγαίνουν από το τεχνολογικά εξελικτικό τέλμα - αν όχι αδιέξοδο - στο οποίο βρίσκονταν πρακτικά από το 2017 ή και 2016.
H LG έκανε αλλαγές στις οθόνες OLED αυτές καθ' αυτές για να επιτύχει την αυξημένη τους φωτεινότητα, όμως άλλοι κατασκευαστές εννούν να "κάνουν το ένα βήμα παραπάνω" ωθώντας τις οθόνες αυτές ακόμη υψηλότερα με επιπλέον τροφοδοσία και ειδικά συστήματα ψύξης ώστε να μην υπάρχουν θέματα δυσλειτουργίας (κάτι που έκανε ήδη η Panasonic). Η Sony, για παράδειγμα, επέδειξε σε εκδήλωση στην Κίνα πριν από λίγες μέρες νέες της τηλεοράσεις OLED ικανές να ξεπεράσουν σε φωτεινότητα τα 1300 nits (!) σε λευκό παράθυρο ίσο με το 10% της οθόνης - τιμή ανεπανάληπτα υψηλή για τα δεδομένα των OLED. Ακόμη και αν αυτές οι τηλεοράσεις (βασισμένες σίγουρα σε οθόνη LG OLED Evo) λειτουργούσαν σε κατάσταση Vivid - οπότε μετά από βαθμονόμηση χρώματος πιθανώς η φωτεινότητα θα μειωθεί στα 1100 nits - πρόκειται για σαφώς εντυπωσιακή εξέλιξη. Η Panasonic θ' αξιοποιήσει πιθανώς διαφορετικό σύστημα ψύξης από την Sony, θα έχει λοιπόν ένα κάποιο ενδιαφέρον να δούμε ποιά τηλεόραση OLED θα στεφθεί ως η... "πρωταθλήτρια των nits" στην κατηγορία της για το 2021.
Περισσότερο - πολύ περισσότερο - ενδιαφέρον για το ευρύ καταναλωτικό κοινό ωστόσο έχει η νέα σειρά τηλεοράσεων OLED που η LG θα προωθήσει ως "εισαγωγικές". Η σειρά αυτή ήταν κάποτε η "Β" των Κορεατών - με τις "C", "G" και "Z" να κινούνται σε υψηλότερο ή πάρα πολύ υψηλότερο επίπεδο κόστους - όμως στην φετινή CES η LG αποκάλυψε την σειρά "Α". Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που έπρεπε να υποβαθμιστούν προκειμένου να τοποθετηθεί η σειρά αυτή στην αγορά όπως στοχεύει η LG: ο επεξεργαστής εικόνας, για παράδειγμα, δεν είναι ο πλέον εξελιγμένος της, οι θύρες HDMI είναι 3 αντί για 4 και έκδοσης 2.0 (αντί για της νεότερης 2.1 που είναι πολύ σημαντική για τους gamers), ενώ ο ρυθμός ανανέωσης της οθόνης τους κινείται στα 60 και όχι τα 120 Hz. Όλες αυτές οι παραδοχές, ωστόσο, είναι αποδεκτές εν έτει 2021 για μία σειρά τηλεοράσεων που στοχεύει στο ευρύ καταναλωτικό κοινό.
Ένα σημαντικό στοιχείο που δεν έχει ακόμη γνωστοποιηθεί σχετικά με την σειρά Α1 των τηλεοράσεων OLED της LG σχετίζεται με την οθόνη τους. Αν και οι Κορεάτες δεν έχουν επιβεβαιώσει τεχνικές λεπτομέρειες για το θέμα, υπάρχει η γενική εντύπωση πως οι οθόνες αυτές δεν είναι ίδιες με αυτές που αξιοποιεί η LG στις τηλεοράσεις της και άλλοι κατασκευαστές στις δικές τους. Είναι, αντιθέτως, άλλης διαδικασίας κατασκευής (inkjet-printed OLED) η οποία τις καθιστά φθηνότερες στην κατασκευή αλλά όχι των ίδιων δυνατοτήτων, με πιθανότερο το ενδεχόμενο να μην αποδίδουν την ίδια συνολική φωτεινότητα με τις παρούσες οθόνες OLED.
Αν και για το ζήτημα των οθονών περιμένουμε βεβαίως την επίσημη θέση της LG, αυτό είναι μάλλον λιγότερο σημαντικό όσον αφορά στην σειρά τηλεοράσεων Α1 απ' ότι το... προφανές: το θέμα τιμής πώλησης αυτών των μοντέλων. Ο κορεατικός κολοσσός δηλώνει πως σκοπεύει ν' ακολουθήσει επιθετική τιμολογιακή πολιτική με αυτά τα μοντέλα, καθιερώνοντας κόστος "ευδιάκριτα χαμηλότερο" από αυτό των αντίστοιχων μοντέλων της σειράς "Β" τα προηγούμενα χρόνια. Απομένει να διαπιστώσουμε στην πράξη τί σημαίνει αυτό, φυσικά, αλλά η μόνη τιμολογιακή στρατηγική που θα είχε ουσιαστικό νόημα για το ευρύ καταναλωτικό κοινό σε ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν εκείνη που θα προσέφερε π.χ. μία Α1 55 ιντσών σε κόστος κάτω των €1000.
Το ενδιαφέρον όσον αφορά στις Α1, ωστόσο, είναι πως σκιαγραφούνται ήδη ως έξυπνα στοχευμένες τηλεοράσεις. Ακόμη και αν η φημολογία περί διαφορετικής κατασκευής των οθονών τους αληθεύει, όλα τα άλλα τους στοιχεία παραπέμπουν ουσιαστικά στο ίδιο σενάριο χρήσης: την θέαση ταινιών και τηλεοπτικών σειρών. Κάτι που μία Α1, έστω και με φωτεινότητα που δεν ξεπερνά τα π.χ. 500 ή 600 nits, θα είναι σε θέση να προσφέρει όπως πάντοτε το προσέφεραν οι OLED: με άψογη απόδοση του μαύρου, φυσικά χρώματα και υψηλή αντίθεση αντίθεση. Οι Α1 δεν χρειάζονται να είναι... άκρως εντυπωσιακές για να καλύψουν τις ανάγκες πολλών, πάρα πολλών καταναλωτών από το ευρύ κοινό. Χρειάζονται μόνο μια θελκτική τιμή πώλησης.
Στην διάρκεια του 2021 θα διατεθούν από την LG οι σειρές B1, C1, G1 και Z1, αλλά και σημαντικός αριθμός από αντίστοιχα μοντέλα των Sony, Panasonic, Philips και άλλων, για τους καταναλωτές που απαιτούν τηλεοράσεις OLED ικανές να λειτουργήσουν εξίσου αποτελεσματικά σε πλειάδα σεναρίων χρήσης. Αυτές οι τηλεοράσεις θα κινηθούν σε διάφορα επίπεδα κόστους συγκρίσιμα με αυτά των OLED που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Για την "απλή" θέαση ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, όμως, οι Α1 έχουν την δυναμική να τοποθετήσουν τον "πήχυ" στην ποιότητα απεικόνισης που μπορεί να ζητήσει κανείς από προσιτές τηλεοράσεις υψηλότερα από ποτέ, αλλάζοντας τα δεδομένα της αγοράς. Αν η LG κατορθώσει να προσφέρει τις Α1 χωρίς να προβεί σε πολλούς συμβιβασμούς για να πετύχει το χαμηλό τους κόστος, η εξέλιξη αυτή θα είναι η σημαντικότερη της χρονιάς στην κατηγορία. Για να δούμε, λοιπόν!