Ελάχιστες αγορές μπορούν να προσφέρουν περισσότερο... ολοκληρωμένη εικόνα των αλλαγών που μπορούν να υποστούν, καταλήγοντας σε μία μορφή αγνώριστη από αυτήν που σχεδόν όλοι τις θυμόμαστε να έχουν π.χ 20 ή 30 χρόνια πριν, όσο αυτή της μουσικής. Η γενιά του βινυλίου γνώρισε την κασέτα και πέρασε σε αυτήν διστακτικά (σε σημαντικό βαθμό το... αρνήθηκε κιόλας), η γενιά της κασέτας πέρασε σε αυτήν του CD (αυτή προέβαλλε λιγότερες αντιστάσεις), η γενιά του CD εξοικειώθηκε με τα μουσικά αρχεία MP3, η ίδια και η επόμενη γενιά ενστερνίστηκαν τις υπηρεσίες αγοράς μόνο ψηφιακών αρχείων μουσικής τύπου iTunes... και τώρα η ίδια γενιά δείχνει έτοιμη να αφήσει πίσω της και αυτό το στάδιο και να ξαναγυρίσει σε ένα γνώριμο από παλιότερα. Αυτό του... ραδιοφώνου, τρόπον τινά, αλλά φυσικά εκσυγχρονισμένο. Και επί πληρωμή.
Ο λόγος για τις υπηρεσίες ακρόασης μουσικής συνεχούς ροής μέσω Internet (του streaming δηλαδή), οι οποίες σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα της Nielsen για την αμερικανική αγορά "έκλεισαν" το πρώτο εξάμηνο του 2014 με άνοδο της τάξης του 42% (!) σε σχέση με τα αντίστοιχα του 2013. Οι δημοφιλέστερες αυτές υπηρεσίες δεν είναι άλλες από το Spotify, την Pandora, τον Last.fm, το Rhapsody αλλά και το... YouTube, αφού πολύς κόσμος "ακούει" μουσικά video και από εκεί. Όπως γνωρίζουν οι φίλοι και οι φίλες του Αθηνόραμα Digital που ασχολούνται με την ψηφιακή μουσική και αυτού του είδους τις Δικτυακές υπηρεσίες, το ότι μία τέτοια είναι δημοφιλής δεν σημαίνει απαραίτητα πως η μουσική βιομηχανία εισπράττει υπολογίσιμα έσοδα από αυτήν. Σημαίνει, ωστόσο, πως η στροφή των ακροατών από τα ψηφιακά αρχεία μουσικής στις Δικτυακές υπηρεσίες μουσικής είναι ίσως μη αναστρέψιμη πια, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς πως στη διάρκεια του ίδιου εξαμήνου οι πωλήσεις δίσκων και τραγουδιών από όλα τα γνωστά Δικτυακά καταστήματα τύπου iTunes μειώθηκαν κατά 12% και 13% αντίστοιχα.
Από πολλές απόψεις, δεν είναι να... απορεί κανείς ακριβώς. Ο εφήμερος χαρακτήρας πολλών ειδών σύγχρονης μουσικής έχει μειώσει δραματικά την αντιληπτή τους αξία στα μάτια του κοινού, το οποίο δεν βλέπει το λόγο να πληρώσει για κάτι που στο 90% των περιπτώσεων θα ακούσει λίγες εβδομάδες και... ποτέ ξανά. Τιμολογιακά, δε, απλώς δεν υπάρχει σύγκριση: με €10 μηνιαίως στο Spotify ακούς όση μουσική θέλεις από απίθανα ευρεία γκάμα επιλογών, ενώ το ίδιο ποσό στο iTunes επαρκεί για ένα album μόνο. Από την άλλη πλευρά, οι αληθινοί μουσικόφιλοι - που τείνουν να διαθέτουν και τα περισσότερα χρήματα για την αγορά δίσκων και τραγουδιών ούτως ή άλλως - γνωρίζουν πως με τις Δικτυακές υπηρεσίες streaming την μουσική ουσιαστικά δεν την "κατέχεις": αφενός χρειάζεσαι σύνδεση στο Internet για να αξιοποιήσεις όσα αυτές σου προσφέρουν, αφετέρου δεν μπορείς να την "κάνεις ό,τι θέλεις", δηλαδή να την μετατρέψεις σε άλλα φορμά, να την "περάσεις" σε φορητές συσκευές, να την εγγράψεις σε δικά σου CD κλπ.
Όλα αυτά, φυσικά, για την ώρα ισχύουν για την αμερικανική αγορά - όπου και πλήθος τέτοιων Δικτυακών υπηρεσιών είναι διαθέσιμο, και η χρήση υπηρεσιών όπως το iTunes έχει πια "πλατυάσει". Σε άλλες χώρες, όπως η δική μας, ούτε αυτή η γκάμα υπηρεσιών είναι παρούσα, ούτε οι πωλήσεις των ψηφιακών album και τραγουδιών είχε φτάσει ποτέ σε τέτοια ύψη, η συνολική εικόνα είναι διαφορετική. Πολύ συχνά βέβαια στις χώρες αυτές - και σίγουρα στη δική μας... - "ανθεί" και η παράνομη λήψη μουσικής από το Internet και γενικότερα η παράνομη διανομή της, οπότε εκεί αυτή ίσως είναι η καλύτερη ευκαιρία για τη μουσική βιομηχανία να πετύχει "με ένα σμπάρο, δυο τριγώνια": να περιορίσει την , καθιστώντας σαφές πως με τις νόμιμες Δικτυακές υπηρεσίες τύπου Spotify ο χρήστης μπορεί να ακούει απεριόριστη μουσική χωρίς να παρανομεί, αντί πολύ χαμηλού κόστους. Αυτό θα ήταν αρκετό για πολύ σημαντικό ποσοστό του κοινού. Για τους υπόλοιπους "πιστούς λάτρεις" της μουσικής, που ανέκαθεν τής απέδιδαν περισσότερη αξία, θα υπάρχουν πάντοτε και τα CD. Α, και τα βινύλια - που, παρεμπιπτόντως, σημείωσαν ήδη... αύξηση της τάξης του 40% στις πωλήσεις τους φέτος!