Είναι γυαλιστερό, στρογγυλό και χθες, 1η του Οκτώβρη 2012, μπήκε στην... τέταρτη δεκαετία της ηλικίας του. Ο λόγος για το CD, το μέσο αποθήκευσης και αναπαραγωγής ήχου που "πήρε από χέρι" (ή "τράβηξε απ' τα μαλλιά"... εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς!) τη βιομηχανία της μουσικής και την οδήγησε από την αναλογική εποχή, στην ψηφιακή. Το πρώτο player που μπορούσε να αναπαράγει μουσικά CD, το CDP-101 της Sony, πωλήθηκε στην Ιαπωνία την 1η Οκτωβρίου το 1982, υλοποιώντας και την εμπορική πλευρά της συνεργασίας που είχε η ιαπωνική εταιρεία με την ολλανδική Philips στο σχεδιασμό και την κατασκευή του CD ως αποθηκευτικού μέσου. Το νέο γυαλιστερο δισκάκι ήταν πλέον ψηφιακής φύσης - αφού τα μουσικά κομμάτια δεν "διάβαζε" κεφαλή αλλά laser - και η επιφάνεια δεν ήταν επιρρεπής στις γρατσουνιές (όχι τόσο, τουλάχιστον). Μικρότερο από το μικρότερο βινύλιο, πάμφθηνο στην κατασκευή και με την ιδιότητα να μην "χάνει" σε ποιότητα ήχου όσες φορές κι αν αναπαραχθεί, το Compact Disc δεν άργησε να υιοθετηθεί από τη μουσική βιομηχανία. Και, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, και από το κοινό.
Σήμερα, 30 χρόνια μετά, σε όλες τις εμπλεκόμενες εταιρείες αρέσει να σκιαγραφούν την επιτυχία του Compact Disc σε ανούσια στατιστικά και βαρύγδουπες εικόνες όπως "από την κυκλοφορία του πρώτου CD μέχρι σήμερα έχουν πωληθεί πάνω από 250 δισεκατομμύρια δίσκοι" ή "αν βάζαμε όλα τα CD που έχουν πουληθεί ποτέ, το ένα πάνω στο άλλο, θα κύκλωναν 8 φορές τη Γη". Αληθινά είναι όλα αυτά τα "PR ύφους", η πραγματική επιτυχία όμως που μπορεί να αποδοθεί στο μαγικό γυαλιστερό δισκάκι βρίσκεται αλλού: στο γεγονός ότι εξοικείωσε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους με τη χρήση όχι μόνο του μουσικού CD, αλλά και του CD δεδομένων, του DVD, ακόμη και των Blu-ray. Αν το δισκάκι αυτό δεν είχε καταστεί τόσο δημοφιλές και δεν είχε διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής όλων μας, όχι μόνο η μουσική, αλλά και άλλες μορφές ψυχαγωγίας θα είχαν αργήσει σημαντικά να μεταβούν στην ψηφιακή εποχή και να εξελιχθούν. Δεν είναι τυχαίο που η αγορά της ηλεκτρονικής διασκέδασης, σε κάθε της μορφή, δύσκολα κυκλοφορεί φυσικό μέσο αποθήκευσης και διάθεσης περιεχομένου - μουσική, ταινίες, games, ο,τιδήποτε - που να μην "μοιάζει με CD"!
Τριάντα χρόνια όμως είναι πολλά, πάρα πολλά. Και, από τη στιγμή που η μουσική απέκτησε ψηφιακή μορφή και βάδισε πλέον "χέρι-χέρι" με την τεχνολογία, φυσικό ήταν να επέλθουν στο χώρο της πρώτης μεγάλες αλλαγές. Το Internet "έφερε στο φως" την αμιγώς ψηφιακή μουσική σε αρχεία Η/Υ μέσα από την ευρεία χρήση των MP3, τα πρώτα players που κατέστησαν τα αρχεία αυτά εύχρηστα οπουδήποτε εμφανίστηκαν στα καταστήματα, η Apple ήλθε... "με φόρα" να επεκτείνει αυτή την αγορά μέσα από την επιτυχία των iPod, οι Δικτυακές υπηρεσίες τύπου Spotify, Pandora και Last.fm έχουν καταργήσει ακόμη και το νόημα των ψηφιακών αρχείων. Σήμερα, το CD δεν είναι πια ο πλέον πρακτικός τρόπος για να ακούει κανείς μουσική. Τί σημαίνει αυτό, πρακτικά, για το γυαλιστερό δισκάκι και τα επόμενα χρόνια της παρουσίας του στην παγκόσμια αγορά;
Από μία πλευρά, σημαίνει... άσχημα νέα. Όσο οι υπηρεσίες που πωλούν μουσική μέσω Internet σε έτοιμα αρχεία προς αναπαραγωγή εξαπλώνονται και εμπλουτίζονται, τόσο πιο πολύς κόσμος θα "αποκολλάται" από την παραδοσιακή χρήση των CD. Και όσο το ίδιο το Internet καθίσταται από μόνο του μέσο αποθήκευσης και αναπαραγωγής - ήδη δεν θα χρειάζεται να έχουμε τα μουσικά αρχεία μαζί μας για να ακούμε τα αγαπημένα μας album, αν έχουμε κάπου πρόσβαση στο Internet - το κοινό ολοένα θα απομακρύνεται από τα υλικά μέσα διανομής. Από μία άλλη πλευρά, ίσως... δεν έχει και τόση σημασία αν το CD είναι πλέον ο πρακτικότερος, τεχνολογικά εξελιγμένος ή "in" τρόπος να ακούει κανείς μουσική. Τα πολλά εκατομμύρια συσκευών κάθε είδους που έχουν πωληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο και "παίζουν" τα γυαλιστερά δισκάκια, εξασφαλίζουν σε κάποιο βαθμό ότι ως μέσο διάθεσης το Compact Disc δεν θα σταματήσει να υποστηρίζεται για πολλά χρόνια.
Υπάρχουν, άλλωστε, κι άλλοι παράγοντες. Το συναίσθημα της "προσωπικής κατοχής", που προσφέρει το CD ως υλικό αγαθό, είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσει να προτιμάται από ποσοστό του καταναλωτικού κοινού - στο οποίο αρέσει και θ' αρέσει η όλη διαδικασία του δισκοπωλείου, της επιλογής και της αγοράς του προϊόντος. Η μεταφορά τραγουδιών από CD σε αρχεία για αναπαραγωγή σε άλλες συσκευές, παραμένει ένας από τους πιο απλούς (και καθ' όλα νόμιμους) τρόπους να κατέχει και να ακούει κανείς τη μουσική του, όπως προτιμά. Και, ας το παραδεχθούμε: άλλο να ισχυρίζεται κανείς ότι "έχει ένα σκληρό δίσκο γεμάτο MP3" κι άλλο να έχει με φροντίδα και προσοχή "χτίσει" μία συλλογή από CD δίπλα στο ηχοσύστημά του. 'Ασχετα με την πρακτικότητα (ή όχι) της προσέγγισης.
Τριάντα χρόνια διαδρομής, λοιπόν, και... "Duracell" το γυαλιστερό δισκάκι. Κατέκτησε την αγορά της ψηφιακής μουσικής, βρίσκεται ακόμη στην αγορά ως μία από τις δημοφιλείς μορφές πώλησης και οι ηλεκτρονικής ή Δικτυακής μορφής "μνηστήρες" δεν φαίνονται ακόμη ικανοί να το εξαλείψουν σύντομα: Ναι, οι ψηφιακές πωλήσεις τραγουδιών πέρασαν αυτές των CD πέρυσι και ναι, οι πιο πολλοί αναλυτές προβλέπουν συρρίκνωση της αγοράς των CD από τα 15 δις που αξίζει σήμερα, στα 10 ή λιγότερα. Και ναι, αλλα... 30 χρόνια μπορεί να μην έχει μπροστά του το Compact Disc, όμως έχει ήδη επιτύχει κάτι μοναδικό: είναι η μόνη ίσως τεχνολογία των τελευταίων 30 ετών που "έζησε" τόσες αλλαγές και η λάμψη της παραμένει, σε σημαντικό βαθμό, ανέπαφη. Και θα παραμείνει για καιρό. Καθόλου άσχημα, σωστά;