Όπως αναμενόταν απ' όλους, η Intel μόλις ανακοίνωσε την νεότερη σειρά επεξεργαστών της για desktop PC, την 15η, από πολλές απόψες την ίσως σημαντικότερη των τελευταίων πέντε ετών: οι Core Ultra 200S (κωδικό όνομα Arrow Lake) ακολουθούν την αντίστοιχη σειρά επεξεργαστών της για laptop (κωδικό όνομα Lunar Lake) και χαρακτηρίζονται από νέα αρχιτεκτονική, υψηλότερες επιδόσεις, σημαντικές βελτιώσεις στην κατανάλωση ενέργειας και - για πρώτη φορά - από τμήμα επεξεργασίας εντολών AI. Θα είναι διαθέσιμοι και στην χώρα μας στα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου, σε κόστη περίπου αντίστοιχα με αυτά των επεξεργαστών της 14ης γενιάς.
Με μία πρώτη ματιά, οι Core Ultra 200S δείχνουν να διορθώνουν πολλά από τα κακώς κείμενα της 13ης και 14ης γενιάς επεξεργαστών. Είναι ταχύτεροι σχεδον σε όλα τα σενάρια χρήσης, χρειάζονται λιγότερο ρεύμα για να αποδώσουν στο μέγιστο (και κατά συνέπεια αναπτύσσουν χαμηλότερες θερμοκρασίες) και υποστηρίζουν μεγαλύτερο αριθμό διαύλων PCI για σύνδεση απαιτητικών περιφερειακών. Αξίζει να σημειωθεί πως η Intel σε αυτούς τους επεξεργαστές έχει καταργήσει, όπως και στους Lunar Lake, την πολυνηματική επεξεργασία (hyperthreading), όπως η εταιρεία ισχυρίζεται πως αυτό δεν έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις επιδόσεις. Για όλα τα παραπάνω, φυσικά, περιμένουμε και τα αποτελέσματα των πρώτων ανεξάρτητων τεστ και μετρήσεων.
Αν και βελτιώσεις όπως οι παραπάνω είναι ευπρόσδεκτες, οι Core Ultra 200S δυστυχώς χαρακτηρίζονται και από αρνητικά στοιχεία. Η Intel παραδέχεται ανοιχτά πως οι επεξεργαστές αυτοί δεν προσφέρουν παρόμοιες επιδόσεις με τους αντίστοιχους παρόντες της AMD (πόσο μάλλον με τους επόμενους που πλησιάζουν) στον τομέα του gaming, ο οποίος παραμένει πολύ σημαντικός γι' αυτήν την κατηγορία και το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα συγκεκριμένα μοντέλα. Το ενσωματωμένο υποσύστημα γραφικών των νέων chip της Intel (στις εκδοχές που το περιέχουν) δεν έχει βελτιωθεί ιδιαίτερα σε σχέση με αυτό της 13ης και 14ης γενιάς επεξεργαστών της, ενώ το υποσύστημα επεξεργασίας εντολών AI δεν είναι ούτε κατά διάνοια αρκετά ισχυρό ώστε να υποστηρίξει τις λειτουργίες Copilot Plus της Microsoft στα Windows 11.
Το σημαντικότερο αρνητικό στοιχείο, ωστόσο, είναι άλλο: οι σειρά των Core Ultra 200S βασίζεται σε νέο chipset (σειρά 800) και σε νέα υποδοχή επεξεργαστή (LGA1851), απαιτεί λοιπόν νέο motherboard (και μνήμη DDR5 για όσους καταναλωτές παρέμεναν στην DDR4). Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, όμως η Intel αρνείται να δεσμευτεί πως θα υποστηρίξει την υποδοχή LGA1851 μακροπρόθεσμα και είναι άποψη ορισμένων δημοσιογράφων πως η συγκεκριμένη ενδέχεται να είναι "μίας γενιάς" και μόνο (άρα μη συμφέρουσα να επενδύσει κανείς σε αυτήν). Άλλοι πιστεύουν πως αυτό δεν ισχύει απαραίτητα και απλώς η Intel "κρατά κλειστά τα χαρτιά της" για κάποιον άλλο λόγο, όμως δεν παύει να επικρατεί μία αοριστία γύρω από το θέμα που σαφώς δεν βοηθά τους καταναλωτές.
Παρ' όλα αυτά, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Intel με τους νέους της επεξεργαστές δεν σχετίζεται με τις τεχνικές προδιαγραφές ή την μελλοντική υποστήριξη των προϊόντων της. Σχετίζεται με την εμπιστοσύνη. Μετά από το πασίγνωστο πλέον, τεράστιο θέμα δυσλειτουργίας και μόνιμης βλάβης που προέκυψε με τους επεξεργαστές 13ης και 14ης γενιάς της Intel (κωδικό όνομα Raptor Lake), οι καταναλωτές απλώς δεν γνωρίζουν πλέον αν μπορούν με ασφάλεια να επενδύσουν σε νέο επεξεργαστή και πλατφόρμα της εταιρείας γενικότερα. Η Intel με τους καινούργιους Arrow Lake ζητά κατά βάση να θεωρήσουμε... "περασμένα ξεχασμένα" όλα όσα συνέβησαν φέτος και αυτά να μην επηρεάσουν την οπτική ή τις καταναλωτικές επιλογές κανενός.
Αν και δεν έχει κανένα νόημα, μετά από όλα όσα έχουν δημοσιευθεί για το θέμα, να αναφερθεί κανείς σε λεπτομέρειες, εν τάχει: πολλαπλές αναφορές από την αρχή της χρονιάς έκαναν λόγο για σοβαρό πρόβλημα των επεξεργαστών 13ης και 14ης γενιάς της Intel σε επίπεδο σχεδιασμού, η εταιρεία δεν έκανε σχεδόν τίποτε δημόσια για πέντε μήνες, προσπάθησε κατ' επανάληψη να υποβαθμίσει το ζήτημα και να μεταθέσει τις ευθύνες της, για να καταλήξει να τις αποδεχθεί επίσημα στο τέλος Ιουλίου. Ακόμη και τότε, δε, πέρασαν εβδομάδες σύγχυσης και ασάφειας μέχρις ότου η Intel αρχίσει να προσφέρει διορθώσεις μικρολογισμικού και να συνεργάζεται με τους κατασκευαστές motherboards για την πραγματική - και όχι... PR - επίλυση του θέματος.
Δεν ήταν, κοινώς, μόνο η σοβαρότητα τωην θεμάτων αστάθειας ή δυσλειτουργιών των επεξεργαστών Raptor Lake αυτή που προβλημάτισε και συγκέντρωσε τόσα αρνητικά σχόλια, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο η Intel επέλεξε να το διαχειριστεί όλο αυτό εξ αρχής και επί 9 ολόκληρους μήνες - σε βαθμό που να μην είναι πια δυνατό να εμπιστευτεί κανείς "έτσι απλά" τα λεγόμενά της. Τώρα, για παράδειγμα, ισχυρίζεται πως μετά από πολλαπλές ενημερώσεις μικρολογισμικού και εκδόσεις BIOS των συμβατών motherboards, στις αρχές Οκτωβρίου "το θέμα λύθηκε"... όμως κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιές ήταν οι παρτίδες επεξεργαστών που αποδείχθηκαν προβληματικές, πόσοι από αυτούς εμφάνισαν βλάβη που δεν διορθώνεται πλέον και αν ποτέ θα προσφερθεί στους καταναλωτές κάποιο εργαλείο λογισμικού για να εξακριβώσουν αν ο επεξεργαστής τους χρίζει αντικατάστασης ή όχι.
Με αυτά ως δεδομένα, ποιός εμπιστεύεται την Intel όταν λέει πως "αυτό το θέμα δεν θα εμφανιστεί ξανά σε επεξεργαστή της" ή πως δεν θα εμφανιστεί κάποιο άλλο παρόμοιο πρόβλημα ή πως δεν θα το διαχειριστεί κι εκείνο με τον ίδιο τρόπο; Εύλογα πολλοί καταναλωτές δεν θα αγοράσουν σύντομα ή και ποτέ άλλον επεξεργαστή της Intel, σίγουρα όχι αν πρώτα δεν έχει κυκλοφορήσει στην αγορά αρκετό καιρό ώστε να επιβεβαιωθεί πως δεν χαρακτηρίζεται από προβλήματα (και ποιός θα κάνει το... πειραματόζωο για τους καταναλωτές αυτούς είναι ένα θέμα από μόνο του). Όλα δείχνουν, λοιπόν, πως το αν και κατά πόσο η Intel αξίζει μία ευκαιρία για να εξιλεωθεί στα μάτια του κοινού δεν εξαρτάται τόσο από τους νέους επεξεργαστές της αυτούς καθ' αυτούς, όσο από την διάθεση των ίδιων των καταναλωτών απέναντί της. Και, για να ζητήσει με πιθανότητες ευνοϊκές αυτήν την εξιλέωση, η Intel μάλλον χρειαζόταν κάτι περισσότερο ενδιαφέρον από τους Core Ultra 200S. Και, σίγουρα, κάτι καλύτερο.