Εκεί που θα γίνονταν, αναπόφευκτα σχεδόν, υποχωρήσεις σε σχέση με μοντέλα δίσκων SSD που κοστίζουν τα διπλάσια ή παραπάνω χρήματα σε παρόμοιες χωρητικότητες, είναι στον τομέα των επιδόσεων. Κι εκεί, ωστόσο, ευχάριστη έκπληξη: η πτώση σε σχέση με τον HyperX 3K που χρησιμοποιήσαμε για λόγους αντιπαραβολής, δεν ήταν τόσο μεγάλη. Ο V+200 προσέφερε ταχύτητα ανάγνωσης της τάξης των 470 ΜΒ ανά δευτερόλεπτο (εύκολο σενάριο) και των 225 ανά δευτερόλεπτο (δύσκολο σενάριο), καθώς και ταχύτητα εγγραφής στα επίπεδα των 460 ΜΒ ανά δευτερόλεπτο (εύκολο σενάριο) και 150 ΜΒ ανά δευτερόλεπτο (δύσκολο σενάριο). Η απόκλιση από τις θεωρητικές ταχύτητες που αναγράφει η Kingston είναι μικρή, η διαφορά με τις επιδόσεις ενός HyperX 3K μεγαλύτερη, όμως ο V+200 δεν παύει να είναι - στα πλέον δύσκολα σενάρια χρήσης - 3 ή 4 φορές, το λιγότερο, πιο γρήγορος από έναν τυπικό μηχανικό σκληρό δίσκο. Κοστίζοντας 50κάτι ευρώ!
Περισσότερο ενδιαφέρον, δε, είναι το γεγονός ότι οι "τυπικές" μετρήσεις με τα σχετικά προγράμματα δεν φαίνονται να αντικαθρεπτίζουν τόση διαφορά πρακτικά. Τα Windows 7 64-bit ήταν έτοιμα για χρήση σε λιγότερα από 30 δευτερόλεπτα μετά την εκκίνηση του PC μας. Η ανταπόκριση πολλαπλών εφαρμογών που εκτελούνται ταυτόχρονα, του Photoshop με μεγάλα αρχεία ή 2-3 games που δοκιμάσαμε, είχε την ίδια γενικά αίσθηση ταχύτητας με αυτήν που προσφέρουν κατά πολύ ακριβότερα μοντέλα SSD. Σε καθημερινή χρήση, με άλλα λόγια, είναι πάρα πολύ λίγα τα σενάρια χρήσης στα οποία ο V+200 απέχει πολύ από τα ακριβότερα μοντέλα - και τα πιο πολλά από αυτά τα σενάρια δεν αφορούν, πρακτικά, το καταναλωτικό κοινό και όσα αυτό κάνει στο 90% του χρόνου του με ένα PC.
Με αυτά ως δεδομένα, είναι δύσκολο να... μην προτείνει κανείς για αγορά τον SSDNow V+200. Πιθανώς θα τον προτείνει σε διαφορετικό κοινό από αυτό του HyperX 3K: οι χρήστες με PC το οποίο περιέχει ακριβές κάρτες γραφικών, πολλή μνήμη και πολύ γρήγορο επεξεργαστή, ναι, θα προτιμήσουν έναν HyperX κι όχι έναν SSDNow. Όσοι και όσες, όμως, θέλουν να δώσουν μια πολύ σημαντική ώθηση στις επιδόσεις ενός υπάρχοντος PC με τα λιγότερα δυνατά χρήματα, εύλογα θα προτιμήσουν έναν V+200. Όχι μόνο επειδή κοστίζει σχεδόν τα μισά ανεξαρτήτων όλων των άλλων, αλλά και επειδή τη διαφορά στα χρήματα δεν θα την "εισπράξει" με παλαιότερο μηχάνημα σε καθημερινές συνθήκες χρήσης. Από την άλλη, αυτό υποπτευόμαστε πως στόχευε και η Kingston από την αρχή: να προσφέρει μια επιλογή σε όσους/όσες θέλουν να "αναστήσουν" ένα PC π.χ. διετίας ή τριετίας, με κόστος που θα τους/τις επιτρέψει να μην το... σκεφτούν και πάρα πολύ. Αν όντως αυτό στόχευε, αναμφίβολα το πέτυχε!