Είναι γυαλιστερό, στρογγυλό και, πριν από μερικές ημέρες, μπήκε στην... τρίτη δεκαετία της ηλικίας του. Ο λόγος για το CD, το μέσο αποθήκευσης και αναπαραγωγής ήχου που "πήρε από χέρι" (ή "τράβηξε απ' τα μαλλιά"... εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς!) τη βιομηχανία της μουσικής και την οδήγησε από την αναλογική εποχή, στην ψηφιακή. Μπορεί ιστορικά το πρώτο Compact Disc να "τυπώθηκε" το καλοκαίρι του 1982 στα εργοστάσια της Philips στη Γερμανία, όμως η ανάπτυξή του είχε ξεκινήσει από την άνοιξη του 1979 - και μάλιστα ως μία συνεργατική προσπάθεια που δεν έχει επαναληφθεί έκτοτε, αυτή ανάμεσα στη Philips και τη Sony. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ψηφιακός δίσκος του οποίου τα μουσικά κομμάτια δεν "διάβαζε" κεφαλή αλλά laser και η επιφάνεια δεν ήταν επιρρεπής στις γρατσουνιές (όχι τόσο, τουλάχιστον). Μικρότερο από το μικρότερο βινύλιο, πάμφθηνο στην κατασκευή και με την ιδιότητα να μην "χάνει" σε ποιότητα ήχου όσες φορές κι αν αναπαραχθεί, το Compact Disc δεν άργησε να υιοθετηθεί από τη μουσική βιομηχανία. Και, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, και από το κοινό.
Σήμερα σε όλες τις εμπλεκόμενες εταιρείες αρέσει να σκιαγραφούν την επιτυχία του Compact Disc σε ανούσια στατιστικά και βαρύγδουπες εικόνες όπως "από την κυκλοφορία του πρώτου CD μέχρι σήμερα έχουν πωληθεί πάνω από 200 δισεκατομμύρια δίσκοι" ή "αν βάζαμε όλα τα CD που έχουν πουληθεί ποτέ, το ένα πάνω στο άλλο, θα κύκλωναν 7 φορές τη Γη". Αληθινά είναι όλα αυτά τα "PR ύφους", η πραγματική επιτυχία όμως που μπορεί να αποδοθεί στο μαγικό γυαλιστερό δισκάκι, βρίσκεται αλλού: στο γεγονός ότι εξοικείωσε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους με τις ψηφιακές τεχνολογίες όχι μόνο του μουσικού CD, αλλά και του CD δεδομένων, του DVD και εσχάτως των Blu-ray και HD-DVD. Αν το δισκάκι αυτό δεν είχε καταστεί τόσο δημοφιλές και δεν είχε διεισδύσει σε κάθε πτυχή της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής όλων μας, όχι μόνο η μουσική, αλλά και άλλες μορφές ψυχαγωγίας θα είχαν αργήσει σημαντικά να μεταβούν στην ψηφιακή εποχή και να εξελιχθούν. Δεν είναι τυχαίο που η αγορά της ηλεκτρονικής διασκέδασης, σε κάθε της μορφή, ούτε να... το διανοηθεί πια να κυκλοφορήσει φυσικό μέσο αποθήκευσης και διάθεσης περιεχομένου (μουσική, ταινίες, games, ο,τιδήποτε) που να μην "μοιάζει με CD"!
Τριάντα χρόνια όμως είναι πολλά, πάρα πολλά. Και, από τη στιγμή που η μουσική απέκτησε ψηφιακή μορφή και βάδισε πλέον "χέρι-χέρι" με την τεχνολογία, φυσικό ήταν να επέλθουν στο χώρο της πρώτης μεγάλες αλλαγές. Το Internet "έφερε στο φως" την αμιγώς ψηφιακή μουσική σε αρχεία Η/Υ μέσα από την ευρεία χρήση των MP3, τα πρώτα players που κατέστησαν τα αρχεία αυτά εύχρηστα οπουδήποτε εμφανίστηκαν στα καταστήματα, η Apple ήλθε... "με φόρα" να επεκτείνει αυτή την αγορά μέσα από την επιτυχία των iPod και, σήμερα, το CD δεν είναι πια ο πλέον πρακτικός τρόπος για να ακούει κανείς μουσική. Τί σημαίνει αυτό, πρακτικά, για το γυαλιστερό δισκάκι και τα επόμενα χρόνια της παρουσίας του στην παγκόσμια αγορά;
Από μία πλευρά, σημαίνει... άσχημα νέα. Όσο οι υπηρεσίες που πωλούν μουσική μέσω Internet σε έτοιμα αρχεία προς αναπαραγωγή, εξαπλώνονται και εμπλουτίζονται, τόσο πιο πολύς κόσμος θα "αποκολλάται" από την παραδοσιακή χρήση των CD. Και όσο το ίδιο το Internet καθίσταται από μόνο του μέσο αποθήκευσης και αναπαραγωγής (σε 2-3 χρόνια δεν θα χρειάζεται καν να έχουμε τα μουσικά αρχεία μαζί μας για να ακούμε τα αγαπημένα μας album, θα βρίσκονται "κάπου στο Δίκτυο" μόνιμα και θα τα ακούμε με μία ποικιλία συσκευών), το κοινό ολοένα και θα απομακρύνεται από τα υλικά μέσα διανομής. Από μία άλλη πλευρά, ωστόσο, ίσως... δεν έχει και τόση σημασία αν το CD είναι πλέον ο πρακτικότερος, τεχνολογικά περισσότερο εξελιγμένος ή "in" τρόπος να ακούει κανείς μουσική. Τα πολλά εκατομμύρια συσκευών κάθε είδους που έχουν πωληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, και "παίζουν" τα γυαλιστερά δισκάκια, εξασφαλίζουν ότι ως μέσο διάθεσης το Compact Disc δεν πρόκειται να σταματήσει να υποστηρίζεται για πολλά χρόνια.
Υπάρχουν, δε, κι άλλοι παράγοντες. Το γνωστό "συναίσθημα" της "προσωπικής κατοχής", που προσφέρει το CD ως υλικό αγαθό, είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσει να προτιμάται από σημαντικό ποσοστό του καταναλωτικού κοινού - στο οποίο αρέσει και θα αρέσει η όλη διαδικασία του δισκοπωλείου, της επιλογής και της αγοράς του προϊόντος. Η μεταφορά τραγουδιών από CD σε αρχεία για αναπαραγωγή σε άλλες συσκευές, παραμένει ένας από τους πιο απλούς (και καθ' όλα νόμιμος) τρόπους να κατέχει και να ακούει κανείς τη μουσική του, όπως προτιμά. Και, ας το παραδεχθούμε: άλλο να ισχυρίζεται κανείς ότι "έχει ένα σκληρό δίσκο γεμάτο MP3" και άλλο να έχει με φροντίδα και προσοχή "χτίσει" μία συλλογή από CD δίπλα στο ηχοσύστημά του. Άσχετα με την πρακτικότητα (ή όχι) της προσέγγισης.
Τριάντα χρόνια διαδρομής, λοιπόν, και... "Duracell" το γυαλιστερό δισκάκι. Κατέκτησε την αγορά της ψηφιακής μουσικής, βρίσκεται ακόμη στο θρόνο της και οι ηλεκτρονικής μορφής "μνηστήρες" δεν φαίνονται να το απειλούν ακόμη σε αποφασιστικό βαθμό. Τουλάχιστον, όχι σύντομα. Μπορεί... άλλα 30 χρόνια να μην έχει μπροστά του το Compact Disc, όμως έχει ήδη επιτύχει κάτι μοναδικό: είναι η μόνη ίσως τεχνολογία των τελευταίων 100 ετών που "έζησε" τόσες αλλαγές και η λάμψη της παραμένει, εν πολλοίς, ίδια κι απαράλλακτη. Και θα παραμείνει για καιρό. Καθόλου άσχημα, σωστά;